首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
στρώμα
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
詞源
1.2
發音
1.3
名詞
1.3.1
變格
1.3.2
派生詞
希臘語
编辑
詞源
编辑
源自
古希臘語
στρῶμα
(
strôma
)
。
發音
编辑
國際音標
(
幫助
)
:
/ˈstɾo.ma/
名詞
编辑
στρώμα
(
stróma
)
n
床墊
墊子
層
,
片
(
氣象學
,
複數
)
層雲
變格
编辑
στρώμα的變格
單數
複數
主格
στρώμα
•
στρώματα
•
屬格
στρώματος
•
στρωμάτων
•
賓格
στρώμα
•
στρώματα
•
呼格
στρώμα
•
στρώματα
•
派生詞
编辑
στρωματοποίηση
f
(
stromatopoíisi
,
“
分層
”
)
στρωματογραφία
f
(
stromatografía
,
“
地層學
”
)