σχοινόπρασο
希臘語
编辑名詞
编辑σχοινόπρασο (schoinópraso) n (复数 σχοινόπρασα)
變格
编辑σχοινόπρασο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | σχοινόπρασο • | σχοινόπρασα • |
屬格 | σχοινόπρασου • | σχοινόπρασων • |
賓格 | σχοινόπρασο • | σχοινόπρασα • |
呼格 | σχοινόπρασο • | σχοινόπρασα • |
近義詞
编辑- (不常用) πρασουλίδα f (prasoulída)
- γηθυλλίς f (githyllís)