希臘語

编辑

詞源

编辑

σώμα (sóma, 身體) +‎ -τικός (-tikós)

發音

编辑

形容詞

编辑

σωματικός (somatikósm (陰性 σωματική,中性 σωματικό)

  1. 身體
    Έφυγα από τη μέση για να προστατέψω τη σωματική ακεραιότητά μου.
    Éfyga apó ti mési gia na prostatépso ti somatikí akeraiótitá mou.
    我躲開以保護我身體的尊嚴。
    Ο κατάδικος δικάστηκε σε σωματική ποινή.
    O katádikos dikástike se somatikí poiní.
    犯人被處以罰。

變格

编辑

派生詞

编辑

相關詞彙

编辑