σύγχρονος
希臘語
编辑形容詞
编辑σύγχρονος (sýnchronos) m (陰性 σύγχρονη,中性 σύγχρονο)
變格
编辑 σύγχρονος 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | σύγχρονος • | σύγχρονη • | σύγχρονο • | σύγχρονοι • | σύγχρονες • | σύγχρονα • |
屬格 | σύγχρονου • | σύγχρονης • | σύγχρονου • | σύγχρονων • | σύγχρονων • | σύγχρονων • |
賓格 | σύγχρονο • | σύγχρονη • | σύγχρονο • | σύγχρονους • | σύγχρονες • | σύγχρονα • |
呼格 | σύγχρονε • | σύγχρονη • | σύγχρονο • | σύγχρονοι • | σύγχρονες • | σύγχρονα • |
近義詞
编辑- (同時的): ταυτόχρονος (taftóchronos)
相關詞彙
编辑- συγχρονίζω (synchronízo, “使共時,使同步”)
- συγχρόνως (synchrónos, “同時”)