希臘語

编辑

形容詞

编辑

τεχνητό (technitó)

  1. τεχνητός (technitós)賓格單數陽性形式。
  2. τεχνητός (technitós)主格單數中性形式。
  3. τεχνητός (technitós)賓格單數中性形式。
  4. τεχνητός (technitós)呼格單數中性形式。