參見:τμῆμα

希臘語 编辑

詞源 编辑

繼承古希臘語 τμῆμα (tmêma)

名詞 编辑

τμήμα (tmíman (复数 τμήματα)

  1. 部分
    1. (商業) 部門科室
    2. (教育) 學系

變格 编辑