希腊语 编辑

名词 编辑

τολουόλιο·(tolouólio)〈

  1. 甲苯
    το τολουόλιο συνήθως χρησιμοποιείται στη βιομηχανία ως οργανικός διαλύτης (甲苯在工业上经常用作有机溶剂)