希臘語

编辑

形容詞

编辑

τραπεζικός (trapezikósm (陰性 τραπεζική,中性 τραπεζικό)

  1. 銀行
    τραπεζική επιταγήtrapezikí epitagí銀行支票

變格

编辑

名詞

编辑

τραπεζικός (trapezikósm (复数 τραπεζικοί)

  1. 銀行職員出納員

變格

编辑

近義詞

编辑

相關詞彙

编辑