τραπεζομάντιλο
希臘語 编辑
詞源 编辑
τραπέζι (trapézi, “桌子”) + -ο- (-o-) + μαντήλι (mantíli, “手帕”)
名詞 编辑
τραπεζομάντιλο (trapezomántilo) n (复数 τραπεζομάντιλα)
- τραπεζομάντηλο (trapezomántilo)的另一種寫法
變格 编辑
τραπεζομάντιλο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | τραπεζομάντιλο • | τραπεζομάντιλα • |
屬格 | τραπεζομάντιλου • | τραπεζομάντιλων • |
賓格 | τραπεζομάντιλο • | τραπεζομάντιλα • |
呼格 | τραπεζομάντιλο • | τραπεζομάντιλα • |