τυφλοπόντικας

希臘語

编辑

詞源

编辑

源自τυφλός (tyflós, 盲的) +‎ ποντικός (pontikós, )

名詞

编辑

τυφλοπόντικας (tyflopóntikasm (复数 τυφλοπόντικες)

  1. 鼴鼠

變格

编辑

近義詞

编辑

相關詞彙

编辑