希臘語

编辑

名詞

编辑

υδροξείδιο (ydroxeídion (复数 υδροξείδια)

  1. (無機化學) 氫氧化物
    υδροξείδιο του καλίουydroxeídio tou kalíou氫氧化鉀

變格

编辑

延伸閱讀

编辑