υποκοριστικό
希臘語 编辑
名詞 编辑
υποκοριστικό (ypokoristikó) n (复数 υποκοριστικά)
- (語法) 指小詞
變格 编辑
υποκοριστικό的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | υποκοριστικό • | υποκοριστικά • |
屬格 | υποκοριστικού • | υποκοριστικών • |
賓格 | υποκοριστικό • | υποκοριστικά • |
呼格 | υποκοριστικό • | υποκοριστικά • |
延伸閱讀 编辑
- υποκοριστικό在希臘語維基百科上的資料。維基百科 el