古希臘語 编辑

詞源 编辑

源自φαρμακεύω (pharmakeúō, 用藥) +‎ -ία (-ía),源自φάρμακον (phármakon)

發音 编辑

 

名詞 编辑

φᾰρμᾰκείᾱ (pharmakeíāf (屬格 φᾰρμᾰκείᾱς); 一類變格

  1. 藥劑學
  2. 巫術

派生語彙 编辑

拓展閱讀 编辑

希臘語 编辑

詞源1 编辑

名詞 编辑

φαρμακεία (farmakeíaf (复数 φαρμακείες)

  1. 投毒
變格 编辑
相關詞彙 编辑

詞源2 编辑

名詞 编辑

φαρμακεία (farmakeían

  1. φαρμακείο (farmakeío)主格賓格呼格複數形式。