φαροφύλακας
希臘語
编辑詞源
编辑φαρο (faro, “燈塔”) + φύλακας (fýlakas, “守衛,看守”)
名詞
编辑φαροφύλακας (farofýlakas) m (复数 φαροφύλακες)
變格
编辑φαροφύλακας的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | φαροφύλακας • | φαροφύλακες • |
屬格 | φαροφύλακα • | φαροφυλάκων • |
賓格 | φαροφύλακα • | φαροφύλακες • |
呼格 | φαροφύλακα • | φαροφύλακες • |