φαροφύλακας

希臘語

编辑

詞源

编辑

φαρο (faro, 燈塔) +‎ φύλακας (fýlakas, 守衛,看守)

名詞

编辑

φαροφύλακας (farofýlakasm (复数 φαροφύλακες)

  1. 燈塔看守

變格

编辑