φυτό
希臘語
编辑詞源
编辑名詞
编辑φυτό (fytó) n (复数 φυτά)
變格
编辑相關詞彙
编辑- φυτεία f (fyteía, “種植園”)
- φύτεμα n (fýtema, “種植”)
- φυτεύω (fytévo, “種植;埋”)
- φυτικός (fytikós, “植物的”)
- φυτίνη f (fytíni, “人造黃油”)
- φυτοκομία f (fytokomía, “園藝學”)
- φυτολογία f (fytología, “植物學”)
- φυτολόγιο n (fytológio, “植物標本”)
- φυτορμόνη f (fytormóni, “植物激素”)
- φυτοζωώ (fytozoó, “無所事事地生活”)
- φυτοφάγος m 或 f (fytofágos, “食草的”)