希臘語

编辑

詞源

编辑

源自χαζός (chazós, 愚蠢的) +‎ κουτί (koutí, )

發音

编辑

名詞

编辑

χαζοκούτι (chazokoútin

  1. (口語幽默貶義) 電視機 字面意思:傻瓜盒子
    Όλη μέρα κάθεται και κοιτάει το χαζοκούτι αντί να μελετάει.
    Óli méra káthetai kai koitáei to chazokoúti antí na meletáei.
    她整天不學習,就坐在那看著傻瓜盒子

變格

编辑

近義詞

编辑