希臘語 编辑

詞源 编辑

源自χαρτί (chartí, ) +‎ αετός (aetós, )

名詞 编辑

χαρταετός (chartaetósm (复数 χαρταετοί)

  1. 風箏

變格 编辑

近義詞 编辑

拓展閱讀 编辑