χειροκίνητος

希臘語 编辑

詞源 编辑

χειρο- (cheiro-, ) +‎ κινητός (kinitós, 可移動的)

形容詞 编辑

χειροκίνητος (cheirokínitosm (陰性 χειροκίνητη,中性 χειροκίνητο)

  1. 手動

變格 编辑