χοντρέμπορος

希臘語

编辑

名詞

编辑

χοντρέμπορος (chontrémporosm (复数 χοντρέμποροι)

  1. χονδρέμπορος (chondrémporos)的另一種寫法

變格

编辑

相關詞彙

编辑