希臘語

编辑

詞源

编辑

ψάρι (psári, ) +‎ -ίλα (-íla, ……的氣味)

發音

编辑

名詞

编辑

ψαρίλα (psarílaf (不可数)

  1. (口語) 魚腥
    Άνοιξε το παράθυρο να φύγει η ψαρίλα!
    Ánoixe to paráthyro na fýgei i psaríla!
    打開窗戶,把魚腥味散一散!

變格

编辑