ψάρι (psári, “魚”) + -ίλα (-íla, “……的氣味”)
- 國際音標(幫助): /psaˈɾila/
- 斷字:ψα‧ρί‧λα
ψαρίλα (psaríla) f (不可数)
- (口語) 魚腥
Άνοιξε το παράθυρο να φύγει η ψαρίλα!- Ánoixe to paráthyro na fýgei i psaríla!
- 打開窗戶,把魚腥味散一散!
ψαρίλα (psaríla)的變格
|
單數
|
主格
|
ψαρίλα •
|
屬格
|
ψαρίλας •
|
賓格
|
ψαρίλα •
|
呼格
|
ψαρίλα •
|