ψυχαγωγία
希臘語 编辑
詞源 编辑
源自古希臘語 ψυχαγώγιον (psukhagṓgion)。
名詞 编辑
ψυχαγωγία (psychagogía) f
變格 编辑
ψυχαγωγία (psychagogía)的變格
單數 | |
---|---|
主格 | ψυχαγωγία • |
屬格 | ψυχαγωγίας • |
賓格 | ψυχαγωγία • |
呼格 | ψυχαγωγία • |
相關詞彙 编辑
- ψυχαγωγικός (psychagogikós)
- ψυχαγωγός (psychagogós)
- ψυχαγωγώ (psychagogó)
參見 编辑
- διασκέδαση (diaskédasi)