希臘語 编辑

詞源 编辑

源自古希臘語 ὄργανον (órganon)

發音 编辑

名詞 编辑

όργανο (órganon (复数 όργανα)

  1. (醫學, 解剖學) 器官
    Η καρδιά είναι ένα όργανο του ανθρώπινου σώματος.
    I kardiá eínai éna órgano tou anthrópinou sómatos.
    心臟是人體的一個器官
  2. (音樂) 樂器
    μουσικό όργανοmousikó órgano
    1. (音樂) 管風琴
      近義詞: εκκλησιαστικό όργανο (ekklisiastikó órgano)
  3. 器具器械儀器
  4. (非正式或稱謂) 警察

變格 编辑

派生詞 编辑