ἀγανακτοῖτο

古希臘語

编辑

發音

编辑
 

動詞

编辑

ἀγανακτοῖτο (aganaktoîto)

  1. ἀγανακτέω (aganaktéō)第三人稱單數現在時中動態祈願語氣縮約形