ἀγγειλάμενος

古希臘語 编辑

發音 编辑

 

分詞 编辑

ᾰ̓γγειλᾰ́μενος (angeilámenosm (陰性 ᾰ̓γγειλᾰμένη,中性 ᾰ̓γγειλᾰ́μενον); 第一類/第三類變格

  1. ᾰ̓γγέλλω (angéllō)(荷馬希臘語)/(阿提卡)不定過去式中間態分詞

屈折 编辑