ἀγερεόμενος

古希臘語

编辑

發音

编辑
 

分詞

编辑

ἀγερεόμενος (agereómenosm (陰性 ἀγερεομένη,中性 ἀγερεόμενον); 第一類/第二類

  1. ἀγείρω (ageírō)將來時中間態分詞

屈折

编辑