ἀνατρέπομαι

古希臘語

编辑

發音

编辑
 

動詞

编辑

ἀνατρέπομαι (anatrépomai)

  1. ᾰ̓νᾰτρέπω (anatrépō)第一人稱單數現在時中動態直陳式