ἀνιστάμενος

古希臘語

编辑

發音

编辑
 

分詞

编辑

ἀνιστάμενος (anistámenosm (陰性 ἀνιστᾰμένη,中性 ἀνιστάμενον); 第一類/第二類

  1. ἀνίστημι (anístēmi)現在時中間態分詞

變格

编辑