ἀντεστρατοπεδεύοντο

古希臘語

编辑

發音

编辑
 

動詞

编辑

ἀντεστρατοπεδεύοντο (antestratopedeúonto)

  1. ἀντιστρατοπεδεύω (antistratopedeúō)第三人稱複數過去未完成時中動態直陳式