ἀφαιρετική

古希臘語

编辑

形容詞

编辑

ἀφαιρετική (aphairetikḗ)

  1. ἀφαιρετικός (aphairetikós)主格陰性單數
  2. ἀφαιρετικός (aphairetikós)呼格陰性單數

名詞

编辑

ἀφαιρετική (aphairetikḗf (屬格 ἀφαιρετικῆς); 一類變格

  1. (語法) 離格奪格

變格

编辑

近義詞

编辑

上位詞

编辑