Ἀλεξάνδροιο

古希臘語

编辑

發音

编辑
 

專有名詞

编辑

Ἀλεξάνδροιο (Alexándroio)

  1. (荷馬希臘語) Ἀλέξανδρος (Aléxandros)屬格單數