ἐμπειρότερος

古希臘語

编辑

發音

编辑
 

形容詞

编辑

ἐμπειρότερος (empeiróterosm (陰性 ἐμπειροτέρᾱ,中性 ἐμπειρότερον); 第一類/第二類

  1. ἔμπειρος (émpeiros)比較級

變格

编辑