ἠγαλλιάσατο

古希臘語

编辑

發音

编辑
 

動詞

编辑

ἠγαλλιάσατο (ēgalliásato)

  1. ἀγαλλιάω (agalliáō)第三人稱單數不定過去式中間態直陳式