Category:古希臘語動詞變位形式
分類 » 所有語言 » 古希臘語 » 非詞元形式 » 動詞變位形式
詞形產生變化(即變位)來表示與原形不同的語法關係的古希臘語動詞形式。
- Category:古希臘語分詞:古希臘語 verbs not fully conjugated, usually to be used in compound conjugations.
頂 – Α Β Γ Δ Ε (Ϝ) Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π (Ϙ) Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω (Ϡ) |
分类“古希臘語動詞變位形式”中的页面
以下200个页面属于本分类,共5,501个页面。
(上一页)(下一页)Α
- ἀᾷ
- ἀάει
- ἀάεσθαι
- ἀάεσθε
- ἀάεσθον
- ἀαέσθω
- ἀαέσθων
- ἀάεται
- ἀάῃ
- ἀάησθε
- ἀάησθον
- ἀάηται
- ἀαοίμεθα
- ἀαοίμην
- ἀάοιντο
- ἀάοιο
- ἀάοισθε
- ἀαοίσθην
- ἀάοισθον
- ἀάοιτο
- ἀάομαι
- ἀαόμεθα
- ἀαομένη
- ἀαόμενον
- ἀαόμενος
- ἀάονται
- ἀάου
- ἄασα
- ἀάσαι
- ἀᾶσαι
- ἄασαι
- ἀάσαιεν
- ἀασαίμεθα
- ἀάσαιμεν
- ἀασαίμην
- ἀάσαιμι
- ἀάσαιντο
- ἀάσαιο
- ἀάσαις
- ἀάσαισθε
- ἀασαίσθην
- ἀάσαισθον
- ἀάσαιτε
- ἀασαίτην
- ἀάσαιτο
- ἀάσαιτον
- ἀασάμεθα
- ἀάσαμεν
- ἀασαμένη
- ἀασάμενον
- ἀασάμενος
- ἀασάμην
- ἀᾶσαν
- ἄασαν
- ἀάσαντο
- ἀασάντων
- ἀάσας
- ἄασας
- ἀάσασα
- ἀάσασθαι
- ἀάσασθε
- ἀασάσθην
- ἀάσασθον
- ἀασάσθω
- ἀασάσθων
- ἀάσατε
- ἀασάτην
- ἀάσατο
- ἀάσατον
- ἀασάτω
- ἀασάτων
- ἄασε
- ἀάσειαν
- ἀάσειας
- ἀάσειε
- ἀάσῃ
- ἀάσῃς
- ἀάσησθε
- ἀάσησθον
- ἀάσηται
- ἀάσητε
- ἀάσητον
- ἀᾶσθαι
- ἀᾶσθε
- ἀασθεῖεν
- ἀασθείη
- ἀασθείημεν
- ἀασθείην
- ἀασθείης
- ἀασθείησαν
- ἀασθείητε
- ἀασθειήτην
- ἀασθείητον
- ἀασθεῖμεν
- ἀασθείς
- ἀασθεῖσα
- ἀασθεῖτε
- ἀασθείτην
- ἀασθεῖτον
- ἀασθέν
- ἀασθέντων
- ἀάσθη
- ἀασθῇ
- ἀάσθημεν
- ἀάσθην
- ἀασθῆναι
- ἀάσθης
- ἀασθῇς
- ἀάσθησαν
- ἀάσθητε
- ἀασθῆτε
- ἀασθήτην
- ἀάσθητι
- ἀάσθητον
- ἀασθῆτον
- ἀασθήτω
- ἀασθήτων
- ἀᾶσθον
- ἀάσθω
- ἀασθῶ
- ἀασθῶμεν
- ἀάσθων
- ἀασθῶσι
- ἄασον
- ἀάσω
- ἀάσωμαι
- ἀασώμεθα
- ἀάσωμεν
- ἀάσωνται
- ἀάσωσι
- ἀᾶται
- ἀάωμαι
- ἀαώμεθα
- ἀάωνται
- ἄγ'
- ἀγαγεῖν
- ἀγαθοέργει
- ἀγαθοεργεῖ
- ἀγαθοεργεῖν
- ἀγαθοεργεῖς
- ἀγαθοεργεῖτε
- ἀγαθοεργεῖτον
- ἀγαθοεργείτω
- ἀγαθοεργείτων
- ἀγαθοεργέοι
- ἀγαθοεργέοιεν
- ἀγαθοεργέοιμεν
- ἀγαθοεργέοιμι
- ἀγαθοεργέοις
- ἀγαθοεργέοιτε
- ἀγαθοεργεοίτην
- ἀγαθοεργέοιτον
- ἀγαθοεργέομεν
- ἀγαθοεργεόντων
- ἀγαθοεργέουσι
- ἀγαθοεργέωμεν
- ἀγαθοεργέωσι
- ἀγαθοεργῇ
- ἀγαθοεργῇς
- ἀγαθοεργῆτε
- ἀγαθοεργῆτον
- ἀγαθοποίεε
- ἀγαθοποιέει
- ἀγαθοποιέειν
- ἀγαθοποιέεις
- ἀγαθοποιέεσθαι
- ἀγαθοποιέεσθε
- ἀγαθοποιέεσθον
- ἀγαθοποιεέσθω
- ἀγαθοποιεέσθων
- ἀγαθοποιέεται
- ἀγαθοποιέετε
- ἀγαθοποιέετον
- ἀγαθοποιεέτω
- ἀγαθοποιεέτων
- ἀγαθοποιέῃ
- ἀγαθοποιέῃς
- ἀγαθοποιέησθε
- ἀγαθοποιέησθον
- ἀγαθοποιέηται
- ἀγαθοποιέητε
- ἀγαθοποιέητον
- ἀγαθοποίει
- ἀγαθοποιεῖ
- ἀγαθοποιεῖν
- ἀγαθοποιεῖς
- ἀγαθοποιεῖσθαι
- ἀγαθοποιεῖσθε
- ἀγαθοποιεῖσθον
- ἀγαθοποιείσθω
- ἀγαθοποιείσθων
- ἀγαθοποιεῖται
- ἀγαθοποιεῖτε
- ἀγαθοποιεῖτον
- ἀγαθοποιείτω
- ἀγαθοποιείτων
- ἀγαθοποιέοι
- ἀγαθοποιέοιεν
- ἀγαθοποιεοίμεθα
- ἀγαθοποιέοιμεν