Αλωνάρης
希腊语 编辑
词源 编辑
αλών(ι) n (alón(i), “打谷场”) + -άρης (-áris)。参见αλωνίζω (alonízo, “打谷”)。
发音 编辑
专有名词 编辑
Αλωνάρης (Alonáris) m (复数 Αλωνάρηδες)
- (民间用语) 七月
变格 编辑
Αλωνάρης的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | Αλωνάρης • | Αλωνάρηδες • |
属格 | Αλωνάρη • | Αλωνάρηδων • |
宾格 | Αλωνάρη • | Αλωνάρηδες • |
呼格 | Αλωνάρη • | Αλωνάρηδες • |
近义词 编辑
- 参见:Ιούλιος m (Ioúlios, “七月”) 常用
相关词汇 编辑
- 参见:αλωνίζω (alonízo, “打谷”)