αναλήθεια

希腊语

编辑

名词

编辑

αναλήθεια (analítheiaf (复数 αναλήθειες)

  1. 谎言假话
    近义词:ψέμα (pséma)

变格

编辑

相关词汇

编辑

拓展阅读

编辑