ανθολογία

希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 ἀνθολογία (anthología)

名词

编辑

ανθολογία (anthologíaf (复数 ανθολογίες)

  1. (文学) 选集
    近义词:ανθολόγιο (anthológio)απάνθισμα (apánthisma)συλλογή (syllogí)

变格

编辑

相关词汇

编辑

拓展阅读

编辑