首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
ανθύλλιο
语言
监视
编辑
目录
1
希腊语
1.1
名词
1.1.1
变格
1.1.2
相关词汇
希腊语
编辑
名词
编辑
ανθύλλιο
(
anthýllio
)
n
(复数
ανθάκια
)
άνθος
(
ánthos
,
“
花
”
)
的
指小词
近义词:
λουλουδάκι
(
louloudáki
)
、
ανθάκι
(
antháki
)
、
(
古旧
)
ανθύλλι
(
anthýlli
)
变格
编辑
ανθύλλιο的变格
单数
复数
主格
ανθύλλιο
•
ανθύλλια
•
属格
ανθύλλιου
•
ανθύλλιων
•
宾格
ανθύλλιο
•
ανθύλλια
•
呼格
ανθύλλιο
•
ανθύλλια
•
相关词汇
编辑
参见:
άνθος
n
(
ánthos
,
“
花
”
)