希腊语

编辑

名词

编辑

ανθύλλιο (anthýllion (复数 ανθάκια)

  1. άνθος (ánthos, )指小词
    近义词:λουλουδάκι (louloudáki)ανθάκι (antháki)(古旧) ανθύλλι (anthýlli)

变格

编辑

相关词汇

编辑