βρικόλακας

希腊语

编辑

其他写法

编辑

词源

编辑

源自中古希腊语 βουρκόλακας (bourkólakas),源自保加利亚语 върколак (vǎrkolak),源自原始斯拉夫语 *vьlkolakъ (狼人)

发音

编辑

名词

编辑

βρικόλακας (vrikólakasm (复数 βρικόλακες)

  1. (神秘学民间传说) 希腊式吸血鬼 晚上从坟墓里起来的死人,会喝活物的血
    Πήγαινε να κοιμηθείς, πριν έρθει ο βρικόλακας να σε φάει!
    Pígaine na koimitheís, prin érthei o vrikólakas na se fáei!
    吸血鬼来吃你之前,赶快去睡觉!
  2. (比喻义) 晚上睡觉的人
  3. (比喻义) 激起人不愉快回忆的事物
    Το Άουσβιτς και τα άλλα στρατόπεδα εξόντωσης είναι οι βρικόλακες του Ολοκαυτώματος.
    To Áousvits kai ta álla stratópeda exóntosis eínai oi vrikólakes tou Olokaftómatos.
    对于犹太大屠杀幸存者来说,奥斯维辛及其他集中营就是梦魇般的回忆。

变格

编辑

近义词

编辑

派生词

编辑