γαλόπουλο

希腊语

编辑

名词

编辑

γαλόπουλο (galópoulon (复数 γαλόπουλα)

  1. 火鸡

变格

编辑

近义词

编辑

相关词汇

编辑
参见:γάλος m (gálos, 雄火鸡)

参见

编辑