首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
γαλόπουλο
语言
监视
编辑
目录
1
希腊语
1.1
名词
1.1.1
变格
1.1.2
近义词
1.1.3
相关词汇
1.1.4
参见
希腊语
编辑
名词
编辑
γαλόπουλο
(
galópoulo
)
n
(复数
γαλόπουλα
)
小
火鸡
变格
编辑
γαλόπουλο的变格
单数
复数
主格
γαλόπουλο
•
γαλόπουλα
•
属格
γαλόπουλου
•
γαλόπουλων
•
宾格
γαλόπουλο
•
γαλόπουλα
•
呼格
γαλόπουλο
•
γαλόπουλα
•
近义词
编辑
γαλοπούλο
n
(
galopoúlo
)
相关词汇
编辑
参见:
γάλος
m
(
gálos
,
“
雄火鸡
”
)
参见
编辑
διάνος
m
(
diános
,
“
雄火鸡
”
)