πιστολάκι

希腊语

编辑

词源

编辑

πιστολ- (pistol-, ) +‎ -άκι (-áki, 指小后缀)

名词

编辑

πιστολάκι (pistolákin

  1. πιστόλι (pistóli, )指小词
  2. 小支的玩具枪
  3. 吹风机

变格

编辑

近义词

编辑