参见:πούλι

希腊语

编辑

词源

编辑

源自中古希腊语 πουλλίν (poullín),源自通用希腊语 πουλλίον (poullíon, ποῦλλος (poûllos)的指小词),源自拉丁语 pullus古希腊语 πῶλος (pôlos, 马驹)

马里乌波尔希腊语 плы (ply)同源。

发音

编辑

名词

编辑

πουλί (poulín (复数 πουλιά)

  1. Η πλατεία ήταν γεμάτη πουλιά.
    I plateía ítan gemáti pouliá.
    广场上满是
  2. (口语儿童用语委婉) 小鸡鸡阴茎
    Σταματά να παίζεις με το πουλί σου!
    Stamatá na paízeis me to poulí sou!
    别玩你的小鸡鸡了!

变格

编辑

近义词

编辑

派生词

编辑

相关词汇

编辑

参见

编辑