βρικόλακας
希臘語
編輯其他寫法
編輯- βρυκόλακας (vrykólakas)
- βουρβόλακας (vourvólakas)
- βορβόλακας (vorvólakas)
- βουρβούλακας (vourvoúlakas)
- βουρκόλακας (vourkólakas)
詞源
編輯源自中古希臘語 βουρκόλακας (bourkólakas),源自保加利亞語 върколак (vǎrkolak),源自原始斯拉夫語 *vьlkolakъ (「狼人」)。
發音
編輯名詞
編輯βρικόλακας (vrikólakas) m (複數 βρικόλακες)
- (神秘學,民間傳說) 希臘式吸血鬼 (晚上從墳墓裡起來的死人,會喝活物的血)
- Πήγαινε να κοιμηθείς, πριν έρθει ο βρικόλακας να σε φάει!
- Pígaine na koimitheís, prin érthei o vrikólakas na se fáei!
- 在吸血鬼來吃你之前,趕快去睡覺!
- (比喻義) 晚上不睡覺的人
- (比喻義) 激起人不愉快回憶的事物
- Το Άουσβιτς και τα άλλα στρατόπεδα εξόντωσης είναι οι βρικόλακες του Ολοκαυτώματος.
- To Áousvits kai ta álla stratópeda exóntosis eínai oi vrikólakes tou Olokaftómatos.
- 對於猶太大屠殺倖存者來說,奧斯維辛及其他集中營就是夢魘般的回憶。
變格
編輯βρικόλακας的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | βρικόλακας • | βρικόλακες • |
屬格 | βρικόλακα • | βρικολάκων • |
賓格 | βρικόλακα • | βρικόλακες • |
呼格 | βρικόλακα • | βρικόλακες • |
近義詞
編輯派生詞
編輯- βρικολακιάζω (vrikolakiázo, 「變成吸血鬼;令人想起不好的回憶」)