κουμπότρυπα
希臘語
編輯詞源
編輯κουμπό (koumpó, 「紐扣」) + τρυπα (trypa, 「洞」)
名詞
編輯κουμπότρυπα (koumpótrypa) f (複數 κουμπότρυπες)
變格
編輯κουμπότρυπα的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | κουμπότρυπα • | κουμπότρυπες • |
屬格 | κουμπότρυπας • | — |
賓格 | κουμπότρυπα • | κουμπότρυπες • |
呼格 | κουμπότρυπα • | κουμπότρυπες • |
相關詞彙
編輯- κουμπί n (koumpí, 「紐扣」)