λεωφορείο
希臘語 編輯
詞源 編輯
源自λεώς (leṓs, 「人民,人們」),λαός (laós, 「人民,人們」)的古阿提卡變體 + φορείο (foreío, 「車廂」),源自動詞φέρω (phérō, 「攜帶」)。最早造於1863年,以翻譯法語 bus 或 omnibus。不用常用詞λαός (laós)而選用古阿提卡變體 λεώς (leṓs),是受到λεωφόρος (leōphóros, 「通道」)的影響。[1]
名詞 編輯
λεωφορείο (leoforeío) n (複數 λεωφορεία)
變格 編輯
λεωφορείο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | λεωφορείο • | λεωφορεία • |
屬格 | λεωφορείου • | λεωφορείων • |
賓格 | λεωφορείο • | λεωφορεία • |
呼格 | λεωφορείο • | λεωφορεία • |
同類詞彙 編輯
相關詞彙 編輯
- λεωφόρος m (leofóros, 「大街,大道」)
- στάση λεωφορείου f (stási leoforeíou, 「公交站」)
- υπεραστικό λεωφορείο n (yperastikó leoforeío, 「長途汽車,城際巴士」)
參考資料 編輯
- ↑ Georgios Babiniotis, Λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας, 2nd edition, p. 1007, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα, 2002.