ἀγανακτεόμενον

古希臘語

编辑

發音

编辑
 

分詞

编辑

ἀγανακτεόμενον (aganakteómenon)

  1. ἀγανακτεόμενος (aganakteómenos)主格/賓格/呼格中性單數