ανατολικός

希腊语

编辑

形容词

编辑

ανατολικός (anatolikósm (阴性 ανατολική,中性 ανατολικό)

  1. 东部的,东方

变格

编辑

近义词

编辑

同类词汇

编辑

相关词汇

编辑
  • 参见:ανατολή f (anatolí, 日出;黎明;东方)