参见:ἀνοίγω

希腊语 编辑

词源 编辑

源自古希腊语 ἀνοίγω (anoígō)

发音 编辑

动词 编辑

ανοίγω (anoígo) (过去简单式 άνοιξα被动语态 ανοίγομαι被动过去 ανοίχτηκα被动完成分词 ανοιγμένος)

  1. 打开拉开
  2. 开启
  3. 开门营业
    πότε ανοίγει;póte anoígei?什么时候开门营业
  4. 开设
  5. 开辟

变位 编辑

近义词 编辑

反义词 编辑

相关词汇 编辑