εκσπερμάτωση
希腊语 编辑
名词 编辑
εκσπερμάτωση (ekspermátosi) f
- (生理学) 射精
- 近义词: εκσπερμάτιση (ekspermátisi)、εκσπερματισμός (ekspermatismós)
变格 编辑
εκσπερμάτωση的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | εκσπερμάτωση • | εκσπερματώσεις • |
属格 | εκσπερμάτωσης • εκσπερματώσεως • | εκσπερματώσεων • |
宾格 | εκσπερμάτωση • | εκσπερματώσεις • |
呼格 | εκσπερμάτωση • | εκσπερματώσεις • |