πρωτόγαλα

希腊语

编辑

词源

编辑

πρωτό- (protó-, 第一,初) +‎ γαλα (gala, 奶,乳)

名词

编辑

πρωτόγαλα (protógalan (不可数)

  1. 初乳

变格

编辑