στρατιώτης

古希腊语 编辑

词源 编辑

源自*στρατιάομαι (*stratiáomai) +‎ -της (-tēs)

发音 编辑

 

名词 编辑

στρᾰτῐώτης (stratiṓtēsm (属格 στρᾰτῐώτου); 一类变格 (阿提卡爱奥尼亚通用)

  1. 士兵战士
  2. 雇佣兵

屈折 编辑

相关词汇 编辑

派生语汇 编辑

拓展阅读 编辑

希腊语 编辑

词源 编辑

继承自古希腊语 στρατιώτης (stratiṓtēs, 士兵)

名词 编辑

στρατιώτης (stratiótism (复数 στρατιώτες,阴性 στρατιωτίνα)

  1. (军事) 士兵
  2. (军事) 列兵
  3. (国际象棋)
    近义词: πιόνι (pióni)

变格 编辑

相关词汇 编辑

同类词汇 编辑

派生词 编辑

参见 编辑

希腊语中的国际象棋棋子πεσσοί (pessoí)(布局 · 文字)
           
βασιλιάς (vasiliás) βασίλισσα (vasílissa) πύργος (pýrgos) αξιωματικός (axiomatikós), τρελός (trelós) ίππος (íppos) στρατιώτης (stratiótis), πιόνι (pióni)

拓展阅读 编辑